πριτσίλα

πριτσίλα
και ιδιωμ. τ. πρατσίλα και πρατίλα και πουρτσίλα, η, Ν
1. χαρακτηριστική μυρωδιά που αναδίδεται από τα πρόβατα, προβατίλα
2. η μυρωδιά που αναδίδουν τα αρσενικά πρόβατα και οι τράγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρατσίλα ή πρατίλα (< πράτα < πρόατα < πρόβατα) με αφομοίωση, ενώ η ύπαρξη τού -σ- οφείλεται μάλλον σε αναλογικό σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”